- δεκάχορδος
- -ος,-ον A 0-0-0-3-0=3 Ps 32(33),2; 91(92),4; 143(144),9ten-stringed
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δεκάχορδος — ten stringed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάχορδος — η, ο (AM δεκάχορδος, ον) (για μουσικά όργανα) με δέκα χορδές … Dictionary of Greek
δεκάχορδον — δεκάχορδος ten stringed masc/fem acc sg δεκάχορδος ten stringed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαχόρδοις — δεκάχορδος ten stringed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαχόρδου — δεκάχορδος ten stringed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαχόρδῳ — δεκάχορδος ten stringed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκαχόρδωι — δεκαχόρδῳ , δεκάχορδος ten stringed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)